- μισολογίᾳ
- μῑσολογίαι , μισολογίαhatred of argumentfem nom/voc plμῑσολογίᾱͅ , μισολογίαhatred of argumentfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισολογία — μισολογία, ἡ (Α) [μισόλογος] 1. μίσος, απέχθεια προς τους λόγους, προς τις συζητήσεις, προς την επιχειρηματολογία («ἐπιχειρῶν δὲ τοῑς νέοις διαλέγεσθαι... ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἐκωλύθη δι ἀγροικίαν αὐτῶν καὶ μισολογίαν», Πλούτ.) 2. αποστροφή προς τις… … Dictionary of Greek
μισολογία — μῑσολογίᾱ , μισολογία hatred of argument fem nom/voc/acc dual μῑσολογίᾱ , μισολογία hatred of argument fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισολογίας — μῑσολογίᾱς , μισολογία hatred of argument fem acc pl μῑσολογίᾱς , μισολογία hatred of argument fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Misology — [note 1] is defined as the hatred of reasoning; the revulsion or distrust of logical debate, argumentation or the Socratic elenchus. As such, it can also be used to mean anti intellectualism in general. In Plato’s Phaedo, Socrates defines… … Wikipedia
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
μισολογίαν — μῑσολογίᾱν , μισολογία hatred of argument fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)